ασυγκόλλητος

ασυγκόλλητος
-η, -ο (Μ ἀσυγκόλλητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι κολλημένος ή ενωμένος με κάτι άλλο
2. ο ακοινώνητος
μσν.
αυτός που δεν αποτελείται από κομμάτια ενωμένα μεταξύ τους, ο μονοκόμματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀσυγκόλλητος — made in one piece masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”